- ἐπικούρου
- ἐπίκουροςhelpermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπικούρου — Ἐπίκουρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του … Dictionary of Greek
επικουρισμός — ο 1. η ηθική διδασκαλία τού Επικούρου 2. η εφαρμογή τών διδαγμάτων τής διδασκαλίας τού Επικούρου 3. η τρυφηλότητα, ο ευδαιμονισμός (κατά παρερμηνεία τής θεωρίας τού Επικούρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < Επίκουρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνστ.… … Dictionary of Greek
επικούρειος — α, ο (Α ἐπικούρειος, ον) [Επίκουρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή στη φιλοσοφική σχολή του («τινὲς δὲ τῶν Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων», ΚΔ) 2. το αρσ. ως ουσ. οἱ ἐπικούρειοι οι οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Επικούρου… … Dictionary of Greek
παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… … Dictionary of Greek
Γκασέντ, Πιερ — (Pierre Gassend, Σαντερσιέ, Προβηγκία 1592 – Παρίσι 1655).Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ιερέας στην Ντιν, ενώ αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Εξ (1616 22). Κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης… … Dictionary of Greek
Έρμαρχος — (4ος−3ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από τη Μυτιλήνη. Υπήρξε πιστός μαθητής του Επίκουρου, ο οποίος με τη διαθήκη του τον όρισε διάδοχό του στη διεύθυνση της σχολής του και του κληροδότησε την περιουσία του, με τα έσοδα της οποίας θα έπρεπε να… … Dictionary of Greek
Λεοντεύς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ανήκε στο γένος των Λαπιθών, και ήταν γιος του Κορώνου καθώς και ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης. Σύμφωνα με την παράδοση, πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. II (4ος αι. π.Χ.). Μαθητής του Επίκουρου, ο οποίος έζησε στη … Dictionary of Greek
Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… … Dictionary of Greek
Μητρόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Λαμψακηνός φιλόσοφος (5oς αι. π.Χ.). Μαθητής του Αναξαγόρα, είναι γνωστός για την αλληγορική ερμηνεία της Ιλιάδας του Ομήρου. 2. Χίος φιλόσοφος και ιστορικός (4ος αι. π.Χ.). Μαθητής και οπαδός του… … Dictionary of Greek